Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑΣ από τον καθηγητή Β. Λαμπρινουδάκη
Εικ.1, Πόλη της Αρχαίας Ελλάδας
Ο συνήθης όρος που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την οντότητα αυτή είναι: πόλις-κράτος. Για να κατανοήσουμε όμως αυτόν τον όρο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η λέξη πόλις εδώ δεν χρησιμοποιείται με την έννοια του άστεως, και ότι η πόλις-κράτος κάθε άλλο παρά περιελάμβανε αστικό κυρίως πληθυσμό. Τα πολυπληθή μικρά αυτά αρχαία Ελληνικά κράτη αποτελούνταν από μια περιορισμένη γεωγραφική περιοχή εκμεταλλεύσιμης γης με διασκορπισμένη αγροτική κατοίκηση και ένα μεγαλύτερο κεντρικό οικισμό, ο οποίος βαθμιαία προσέλαβε αστικά χαρακτηριστικά. Άλλο λοιπόν η αρχαία πόλις και άλλο το άστυ που ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη. (εικ.2)
Εικ. 2, Η Αθήνα με τους υπερεκατόν δήμους της στην Αττική και μικρότερες πόλεις στη Βοιωτία όπως π.χ. η Ακραιφία
Πως δημιουργήθηκε η αρχαία πόλη; Μια συνοπτική σύνθεση των πολυπλόκων ερμηνειών που βασίζονται στα ασαφή ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα θα ήταν η ακόλουθη: Τα Ελληνικά φύλα διείσδυσαν και εξαπλώθηκαν στον κορμό της μετέπειτα Ελλάδος και το Αιγαίο τμηματικά κατά την δεύτερη π.Χ. χιλιετία δημιουργώντας τον μυκηναϊκό πολιτισμό. (εικ.3)
Εικ. 3, διείσδυση και εξάπλωση των Ελληνικών φύλων
Η διοικητική δομή των μυκηναϊκών βασιλείων με το κεντρικό σύστημα των ανακτόρων γνωρίζουμε ότι κατέρρευσε κατά τον 12ο και 11ο π.Χ. αιώνα, και μαζί μεγάλο μέρος του εμπορίου και των οικονομικών δυνατοτήτων του τόπου. Όμως, όπως δείχνει η αρχαιολογική έρευνα, μεγάλο μέρος των οικισμών, παρά τις πληθυσμιακές μετακινήσεις της εποχής, συρρικνώθηκε αλλά επέζησε και μαζί επέζησαν και στοιχειώδεις διοικητικές δομές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο pasireu, o βασιλεύς των μυκηναϊκών χρόνων, ο οποίος τότε ήταν κατώτερος αξιωματούχος, εμφανίζεται στην ποίηση του 8ου έως 6ου π.Χ. αιώνα ως ο αριστοκρατικός ηγέτης της κοινότητας, ενώ ο wanax, o άναξ των Μυκηναίων εξαφανίζεται. Στις αυτονομημένες λοιπόν, φτωχές τώρα και μικρές κοινότητες οι χαμηλότερες προηγούμενες δομές παραμένουν εξασφαλίζοντας την συνοχή τους. Ευρήματα όπως το κτίριο των 45 μ. στο Λευκαντί της Εύβοιας (εικ.4) από το πρώτο μισό του 10ου π.Χ. αιώνα, που δέχθηκε την ταφή ενός σημαντικού άνδρα με τα άλογά του και μιας γυναίκας, και που ήταν πιθανότατα το σπίτι ενός τέτοιου ηγεμόνα, στηρίζουν αυτή την εικόνα.
Εικ. 4, Κτίριο στο Λευκαντί της Εύβοιας (πρώτο μισό του 10ου π.Χ. αι.), με ταφή σημαντικού άνδρα με τα άλογά του και γυναίκας, πιθανότατα το σπίτι ηγεμόνα
Τοπικές, σχετικά ισχυρές οικογένειες, ανελάμβαναν τώρα ηγετικό ρόλο. Τέτοιο ρόλο φαίνεται να είχαν άλλωστε τέτοιες οικογένειες ήδη σε περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου, όπου δεν πρέπει να ίσχυσε ποτέ μοναρχικό καθεστώς, όπως τα νησιά. Χαρακτηριστική ένδειξη για την περίπτωση αυτή είναι ο τύμβος που ιδρύθηκε στη Νάξο πάνω από ταφές μελών ολίγων σημαντικών οικογενειών του 11ου και 10ου π.Χ. αιώνα, που έγιναν μέσα στα ερείπια της μυκηναϊκής πόλης(εικ.5α-γ), οι οποίες δέχονταν ιδιαίτερες τιμές κατόπιν
επί αιώνες (εικ.5δ).
Εικ. 5, Ερείπια μυκηναϊκών πόλεων
Η ανάδειξη των νεκρών αυτών σε προπάτορες της κοινότητας δείχνει αφενός την συνέχεια της κοινότητας και αφετέρου την ύπαρξη και την ανάπτυξη μιας αριστοκρατίας μέσα σ’ αυτήν.
Λίγοι και απλοί θεσμοί, όπως του αρχηγού και ενός συμβουλίου γερόντων, ήταν αρκετοί για να ρυθμίσουν την ομαδική ζωή στις κοινωνικά και περιβαλλοντικά διαφορετικές αυτές κοινότητες με τα ολιγάριθμα μέλη, που προέκυψαν από τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου. Η ανάκαμψη όμως, που άρχισε από τον 10ο π.Χ. αιώνα, έφερε σταδιακά άνοδο του επιπέδου ζωής και αύξηση του πληθυσμού. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη για μια πιο σύνθετη πολιτειακή δομή, κατάλληλη για να ρυθμίσει ένα ανώτερο επίπεδο συμβίωσης, δηλαδή την ομαδοποίηση και συμβίωση περισσοτέρων από αυτές τις μικρές κοινότητες που μοιράζονταν γεωγραφικά τον ίδιο ζωτικό χώρο (εικ.6).
Εικ. 6, Εξέλιξη πολιτειακών δομών
Σταδιακά κάποιοι οικισμοί στις ευρύτερες αυτές ενότητες αναδείχθηκαν σε κέντρα, στα οποία συγκεντρώνονταν περισσότεροι κάτοικοι (παράδειγμα η εξέλιξη από τον 10ο στον 8ο π.Χ. αιώνα στο Άργος, εικ.7).
Εικ. 7, Το Άργος τον 10ο αι. (αριστερά) και τον 8ο αι. π.Χ (δεξιά)
Παράλληλα αυξήθηκαν οι ισχυρές οικογένειες, η αριστοκρατία, που αρχικά ανέλαβε την πιο σύνθετη διακυβέρνηση. Η διακυβέρνηση αυτή ασκήθηκε, φυσικά, μέσα από τον κεντρικό οικισμό κάθε περιοχής. Έτσι περίπου δημιουργήθηκε η ελληνική πόλις, το μικρό αρχαίο ελληνικό κράτος (εικ.8).
Εικ. 8, Η πόλις-κράτος των Αθηνών
Η παράδοση για τον Θησέα, ο οποίος συγκρότησε την Αθήνα με συνοικισμό, αποδίδει με μυθική καθαρότητα, αλλά και εκπληκτική ακρίβεια την ιστορική αυτή εξέλιξη. Συνοικισμός σημαίνει συγκέντρωση κατοίκων σε ένα τόπο ή συνένωση και εξάρτησή τους από ένα κέντρο. Λέγει λοιπόν ο Πλούταρχος για τον Θησέα στο βίο του (σε ελεύθερη μετάφραση): «Μετά τον θάνατο του Αιγέα συνέλαβε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, να συνοικήσει αυτούς που κατοικούσαν την Αττική σε μια πόλη, και που ως τότε ήταν διασκορπισμένοι και δύσκολα μπορούσαν να συνεννοηθούν για το κοινό συμφέρον, ενώ μερικές φορές διαφωνούσαν και μάχονταν μεταξύ τους. Περιφερόταν λοιπόν από περιοχή σε περιοχή και έπειθε τα γένη (δηλαδή τις ευρύτερες οικογένειες) για το σχέδιό του. Αφού λοιπόν κατάργησε τα βουλευτήρια και τα πρυτανεία και τους άρχοντες που είχαν ξεχωριστά σε κάθε περιοχή, ίδρυσε ένα κοινό πρυτανείο και βουλευτήριο στη θέση που τώρα κατέχει το άστυ και ονόμασε την πόλη Αθήνα».
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας συγκρότησης των πόλεων-κρατών που ήδη περιγράψαμε τοποθετείται περί το 700 π.Χ., με κριτήριο τα ευρήματα για τη χρήση της γης (εικ.9), τον αποικισμό (εικ.10), την εμφάνιση της γραφής (εικ.11α-β) και την ανάπτυξη των μεγάλων ιερών (εικ.12) και της μεγάλης αρχιτεκτονικής και γλυπτικής.
Εικ. 9, Η χρήση της γης σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας
Εικ. 10, Ο Ελληνικός Αποικισμός
Εικ. 11, Κάποια από τα παλαιότερα δείγματα γραφής
Εικ. 12, Το Ηραίον του Άργους
Η ανάπτυξη των κεντρικών οικισμών μιας πόλης κράτους δεν τους έδωσε από την αρχή τον χαρακτήρα του άστεως. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι βασικά στοιχεία αστικοποίησης, όπως ο πολεοδομικός σχεδιασμός, εμφανίζονται γύρω στο 700 π.Χ., όμως άλλα, όπως η μνημειακή αγορά, ο χώρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής, δημιουργείται μόλις στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα (13α-β-γ-δ: στη Δρήρο, περί το 700 π.Χ. ήδη τόπος συγκεντρώσεων, αλλά στην Αθήνα η αγορά με δημόσια κτίρια διαμορφώνεται τον ύστερο 6ο αι. και περί το 500 π.Χ., το ίδιο και αλλού, όπως στο Μεταπόντιον: ιερά – αμφιθέατρο, τέλος 7ου ξύλινο, αρχές 6ου αναχώματα, εὐστ. 6ος ορισμός αντιμέτωπων κοίλων και διαδρόμων προς κεντρικό πλάτωμα με τοίχους, περί το 475 λίθινα εδώλια ).
Εικ. 13, Αγορά Δρήρου (πάνω αριστερά), Αθηνών (πάνω δεξιά) και Μεταποντίου (μέση και κάτω)
Στην εποχή αυτή λοιπόν, από τον ύστερο 6ο π.Χ. αι. κ.ε., μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά την έναρξη της δημιουργίας πραγματικών αστέων στην Ελλάδα, η οποία όμως ολοκληρώθηκε μόλις από τον 4ο κ.ε. π.Χ. αιώνα, με την ανάπτυξη των μεγάλων Ελληνιστικών πόλεων. Άλλωστε σημαντικές πόλεις-κράτη ουδέποτε απέκτησαν αστικό χαρακτήρα, όπως η Σπάρτη, λόγω του ιδιόμορφου κοινωνικού και πολιτικού της συστήματος.
Ας δούμε τώρα συνοπτικά το άλλο συστατικό στοιχείο της πόλης-κράτους, την περιοχή την οποία ήλεγχε ο κεντρικός οικισμός που αναπτύχθηκε σε άστυ, δηλαδή σε πόλη με τη σημερινή έννοια. Οι αρχαίοι την ζωτική αυτή περιοχή την ονόμαζαν χώρα. Σ’ αυτή υπήρχαν μικρότεροι οικισμοί και μεμονωμένες αγροτικές και ποιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και κτήματα, τα οποία πολλές φορές παρουσίαζαν μια οργανωμένη διαίρεση αγροτικών περιουσιών. Τυπικό παράδειγμα για το πλήθος των μικρότερων κέντρων ή εγκαταστάσεων στη χώρα είναι η Αττική, με τους υπερεκατόν δήμους της και τα δευτερεύοντα κέντρα τους (εικ.14, οι δήμοι μπορούσαν να συνάπτουν συμφωνίες με το κέντρο, όπως στο επίτιτλο ανάγλυφο από την Ελευσίνα, όπου η Αθηνά και οι Ελευσίνιες θεότητες ρυθμίζουν τα της κατασκευής μιας γέφυρας το 421/420 π.Χ.).
Εικ. 14, Επίτιτλο ανάγλυφο από την Ελευσίνα, όπου η Αθηνά και οι Ελευσίνιες θεότητες ρυθμίζουν τα της κατασκευής μιας γέφυρας το 421/420 π.Χ.
Άλλο παράδειγμα είναι η Θάσος, αποικία της Πάρου από τον 7ο π.Χ αιώνα (εικ.15).
Εικ. 15, Η Θάσος
Για τις κτηματικές κατατμήσεις γης πάλι τα καλύτερα παραδείγματα προέρχονται από τις ελληνικές αποικίες (Εικ.16).
Εικ.16, Χερσόνησος, 4ος π.Χ. αι., κτηματογράφηση, αγροικία
Τα όρια της χώρας των πόλεων ορίζονταν άλλοτε με όρους, αδρές στήλες, και άλλοτε με αβέβαιες περιγραφές γραμμένες σε λίθους στημένους σε επίσημα μέρη της πόλης. Έτσι ένα τμήμα των συνόρων π.χ. της χώρας των Δελφών και της γειτονικής χώρας του Λαγονίου και της Αφρίσουν ορίζεται ότι εκτείνεται «από την Αγωνία, κατά μήκος του ρέματος και από τη μέση της κοιλάδας προς τον λόφο που ονομάζεται Κερδών, μέχρι την οδό που οδηγεί στην πράσινη βελανιδιά»! (Étine, Archéology Histories, σ.92).
Η ζωή στην πόλη-κράτος ξεδιπλωνόταν λοιπόν στην ευρύτερη περιοχή της χώρας. Το περισσότερο μέρος του πληθυσμού ζούσε εκεί και επισκεπτόταν αραιά το κέντρο για τα κοινά ή τις υποθέσεις του, δεν υπήρχε όμως καμιά νομική διάκριση μεταξύ αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Το κράτος και οι θεσμοί του, ιδίως την εποχή της δημοκρατίας, και με εξαίρεση τις περιόδους τυραννικών καθεστώτων, στήριζαν την επιβολή τους στη θέληση των πολιτών να δεχθούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία, κράτος και πολίτες αποτελούσαν μια ενότητα.
Για την ισορροπία μεταξύ αστικού κέντρου και χώρας είναι χαρακτηριστικό ότι το επίσημο θρησκευτικό κέντρο της πόλης αλλού αναπτύχθηκε στην ακρόπολη στο κέντρο του άστεως, όπως στην περίπτωση της Αθήνας (εικ.17), όπου η ανάμνηση της μυκηναϊκής χρήσης του βράχου ήταν έντονη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναπτύχθηκε μακριά από το άστυ στη χώρα, πάλι πάνω ή κοντά σε μυκηναϊκά λείψανα όπως στην περίπτωση του Άργους με το ιερό της Ήρας (εικ.18).
Εικ. 17, Η Ακρόπολη των Αθηνών
Εικ 18, Το Ηραίον του Άργους
Το φαινόμενο προσλαμβάνει μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι τα θρησκευτικά κέντρα τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό και πολιτικά κέντρα. Μερικά από τα ιερά αυτά αναπτύχθηκαν με συνυφασμένη και την πολιτική πρόθεση, ως ασπίδα εναντίον εδαφικών επιβουλών γειτόνων ή ως προστατευτική οριοθέτηση των συνόρων της πόλης (εικ.19), όπως το ιερό του Απόλλωνος και Ασκληπιού της Επιδαύρου.
Εικ. 19, Η Επίδαυρος
Επιστρέφοντας στα αστικά κέντρα, νοούμενα με την εξελισσόμενη έννοια της αστικοποίησης που περιγράψαμε, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους συγκρότησής τους: Ο πρώτος είναι η προσθετική αύξηση, δηλαδή η προσαρμοζόμενη σε έναν υπάρχοντα, τυχαία δημιουργημένο πυρήνα τυχαία προσθήκη νέων κτισμάτων και η εκ των ενόντων διαμόρφωση δημοσίων χώρων. Ο τύπος αυτός εξέλιξης χαρακτηρίζει κυρίως τις πόλεις που αναπτύχθηκαν πάνω σε παλαιότερους οικισμούς, όπως το Άργος (εικ.20), ή η Αθήνα (εικ.21), η οποία και μετά την ισοπέδωσή της από τους Πέρσες ανοικοδομήθηκε κρατώντας την παραδοσιακή δομή του πολεοδομικού της ιστού.
Εικ. 20, Το Άργος
Εικ. 21, Η πόλη των Αθηνών
Ο Πλούταρχος στον Βίο του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου, ο οποίος εισέβαλε μια νύχτα του 272 π. Χ. στο Άργος (εικ.20), αποδίδει με ζωντάνια την χαώδη πολεοδομική εικόνα της πόλης: Ο Πύρρος όρμησε προς το εσωτερικό της πόλης, «πιέζοντας τους ιππείς του που πήγαιναν μπροστά. Αυτοί δυσκολεύονταν να περάσουν ανάμεσα από τους βαθείς οχετούς από τους οποίους είναι γεμάτη η πόλη και αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο. Εξάλλου υπήρχε μεγάλη σύγχυση στις ενέργειες και τη μεταβίβαση των διαταγών σ’ αυτή τη νυχτερινή μάχη. (Οι πολεμιστές) σκορπίζονταν μέσα στα δρομάκια και χάνονταν».
Πρέπει να σημειωθεί ότι μια ιδιαίτερη περίπτωση ισχυρής πόλης-κράτους που το κέντρο της δεν γνώρισε ουσιαστικά αστική εξέλιξη, λόγω της αυστηρής στρατιωτικής συγκρότησης του σώματος των πολιτών της είναι η Σπάρτη (εικ.22, α-β-γ), όπως μαρτυρούν και οι πηγές και τα ερείπιά της.
Εικ. 22, Η Σπάρτη
Ο δεύτερος τύπος πόλης είναι η ιδρυόμενη και εξελισσόμενη βάσει πολεοδομικού σχεδιασμού πόλη. Ο τύπος αυτός χαρακτηρίζει κυρίως πόλεις που αποτελούν νέες εγκαταστάσεις. Τέτοιες είναι κυρίως οι αποικίες, όπου, από το τέλος του 8ου ήδη αιώνα π.Χ. έχουμε ευρήματα τέτοιων εφαρμογών, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση των Υβλαίων Μεγάρων στη Σικελία (εικ.23, ίδρυση 729 π.Χ.).
Εικ. 23, Πολεοδομικά σχέδια Ελληνικών αποικιών στη Σικελία
Οι οργανωμένες αυτές εγκαταστάσεις παρουσιάζουν από την αρχή κανονική κατάτμηση και διανομή τόσο του δομημένου όσο και του αγροτικού εδάφους της χώρας με ένα πνεύμα ισοκατανομής. Και σε πόλεις όμως με ιστορία, όπως η Σμύρνη (εικ.24), εμφανίζεται από τον 7ο π.Χ. αιώνα η τάση για οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο.
Εικ. 24, Η πόλη της Σμύρνης
Ο ώριμος πάντως πολεοδομικός σχεδιασμός συνίσταται στη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και στην σύνθεση των κτισμάτων σε ορθογώνιες ενότητες που χωρίζονται από κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (εικ. 25).
Εικ. 25, Μίλητος, Μ. Ασία
Ο τύπος αυτός, που σχετίζεται και με την ανάπτυξη των δημοκρατικών καθεστώτων, χαρακτηρίζει από τους κλασικούς χρόνους και μετά μεγάλες πόλεις που ιδρύονται προγραμματικά, όπως η ανάκτιση της Μιλήτου μετά την ολοκληρωτική Περσική καταστροφή το 479 π.Χ. στη Μ. Ασία και ο Πειραιάς στην Αττική την ίδια εποχή (εικ.26).
Εικ. 26, Πειραιάς, Αττική
Την προγραμματική κτίση μπορούσαν να προκαλέσουν διάφοροι λόγοι. Έτσι η παλιά Όλυνθος στη Χαλκιδική (εικ.27) απέκτησε με τον ανοικισμό του 432 π.Χ. νέο προγραμματικά πολεοδομημένο τμήμα, που πριν το 348, που η πόλη καταστράφηκε από τον Φίλιππο Β΄, επεκτάθηκε και εκτός των τειχών).
Εικ. 27, Όλυνθος, Χαλκιδική
Η Ρόδος ιδρύθηκε το 408 για να ενώσει τις παραδοσιακές πόλεις των Ροδίων (εικ.28).
Εικ. 28, Ρόδος, Δωδεκάνησα
Η Μεγάλη πόλις (εικ.29), ιδρύθηκε το 368 π.Χ. για τον συνοικισμό 40 περίπου Αρκαδικών οικισμών.
Εικ. 29, Μεγάλη Πόλις, Αρκαδία
Και η Πριήνη (εικ.30) επανιδρύθηκε με την συνέργεια των Αθηναίων το 353 π.Χ. σε νέα θέση λόγω της αλλαγής του τοπίου με τις προσχώσεις του Μαιάνδρου. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα υποστηρίζεται από την έρευνα, ότι ο αρχιτέκτων του ναού της Αθηνάς Πύθεος σχεδίασε ολόκληρη την πόλη, συλλαμβάνοντας την κανονική δομή της στην πιο τέλεια μορφή πόλης, όπου ένα συγκεκριμένο μέτρο δεν διέτρεχε μόνο την διαίρεσή της σε κανονικές νησίδες, αλλά και όλα τα οικοδομήματα και λοιπά στοιχεία της.
Εικ. 30, Πριήνη, Μικρά Ασία
Οι κάτοικοι του Ελληνικού χώρου πάντως δεν υιοθέτησαν παντού το σύστημα της πόλης-κράτους (εικ.31).
Εικ. 31, Περιοχές πόλεων-κρατών
Στις βορειοδυτικές κυρίως περιοχές, όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος, η παλιά φυλετική συγκρότηση σε έθνη με πολλούς ισότιμους οικισμούς εξελίχθηκε σε ένα είδος κοινοπολιτείας με κέντρα που είχαν ατελή, αριστοκρατική συγκρότηση πόλης. Σ’ αυτά τα κέντρα ο πολεοδομικός τύπος της οργανωμένης πόλης-κράτους ή δεν εφαρμόσθηκε ή επηρέασε την πολεοδομική δραστηριότητα με καθυστέρηση. Παραδείγματα τέτοιων πόλεων (ή οικισμών) μας παρέχει κυρίως η πρόσφατη έρευνα: Από τη Θεσσαλία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη Φάρσαλο (εικ.32).
Εικ. 32, Φάρσαλος, Θεσσαλία
Στην Ήπειρο το Ορράον (εικ.33), από τα μέσα του 4ου π.Χ. αι., υιοθετεί το σύστημα του κανονικού καννάβου, διαθέτει όμως ένα ελλιπή, πρωτόγονο χώρο αγοράς. Ενώ η Κασσώπη (εικ.34) που δημιουργείται με συνοικισμό την ίδια εποχή διαμορφώνεται με όλα τα στοιχεία της πόλης.
Εικ. 33, Ορράον, Ήπειρος
Εικ. 34, Κασσώπη, Ήπειρος
Ενδιαφέρον παράδειγμα από την Αιτωλία αποτελεί η ελληνιστική Πλευρών (εικ.35), η οποία παρουσιάζει μεικτό σύστημα πολεοδομικού ιστού.
Εικ, 35, Πλευρών, Αιτωλία
Ιδιαίτερη περίπτωση μπορούν να χαρακτηρισθούν και οι μεγάλες πόλεις των Ελληνιστικών Βασιλείων, που υιοθετούν το σύστημα της οργανωμένης πολεοδομίας, προσαρμοσμένο στη μορφή του βασιλευόμενου μακεδονικού πολιτεύματος, με αγορά, αλλά και με ανάκτορα για τον ηγεμόνα (εικ.36).
Εικ. 36, Πέλλα, Μακεδονία (αριστερά) και Αντιόχεια, Συροπαλαιστινιακή Ακτή (δεξιά)