img module cultural

Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΖΩΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑΣ από τον καθηγητή Β. Λαμπρινουδάκη

Ο βιοπορισμός: Η κεραμεική

idiotikos

Μια από τις πιο σοβαρές βιοτεχνίες κατά την αρχαιότητα ήταν η κεραμεική, δηλαδή η παραγωγή πηλίνων σκευών. Σε όλο το πρώτο μισό της 1ης π.Χ. χιλιετίας οι περισσότερες Ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν τοπική παραγωγή αγγείων και κεραμικών σκευών. Από τον 6ο π.Χ. αιώνα σιγά-σιγά τα κεραμικά εργαστήρια της Αθήνας κυριάρχησαν στην παραγωγή αγγείων και διατήρησαν αυτή την υπεροχή ως το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα. Τον πηλό των αγγείων τους έφτιαχναν οι αρχαίου με άργιλο, τον οποίο εξόρυσσαν σε ειδικές περιοχές. Οι κεραμείς της Αθήνας τον προμηθεύονταν συνήθως από τα λατομεία της Κωλιάδος άκρας (στον Άλιμο). Την εξόρυξη έκαναν σε μεγάλους λάκκους και σπανιότερα με στοές. Σε κορινθιακό πίνακα από το 580 περίπου π.Χ. στο Βερολίνο (εικ.1, πάνω αριστερά) βλέπουμε αυτή τη διαδικασία. Μέσα σε βαθύ λάκκο ένας εργάτης κόβει μεγάλους βόλους πηλού, ένας άλλος τους μαζεύει σε καλάθι και ένας τρίτος τους δίνει σε άλλον που βρίσκεται στην επιφάνεια. Από ένα δοκάρι κρέμεται αγγείο με νερό ή κρασί για τους εργαζόμενους. Όταν έφθανε ο πηλός στο εργαστήριο υποβαλλόταν σε επεξεργασία, δηλαδή καθαρισμό και ωρίμανση (αποθήκευση για ένα διάστημα σε ημίυγρη κατάσταση). Πριν χρησιμοποιηθεί υποβαλλόταν επί πλέον σε ζύμωμα, που γινόταν με τα πόδια (εικ.1, άνω δεξιά άνδρας κρατιέται από θηλιά, θα πατούσε πηλό, γυναίκα δίπλα χωρίζει τη μάζα σε βόλους, κορινθιακός πίνακας στο Βερολίνο, περ. 570 π.Χ., μέσον αριστερά μεταφορά από σωρούς πηλού, κόλληση λαβών αμφορέων, σκύφος Cambridge Μασαχουσέτης, περ. 500 π.Χ.). Πάνω στον τροχό, γινόταν το γύρισμα-κεντράρισμα του πηλού και το πλάσιμο του αγγείου (εικ.1, μέσον δεξιά και κάτω, κύλικα Καρλσρούης, περ. 550 π.Χ.).

 

texnites 01
Εικ. 1

 

Ο τροχός των αρχαίων περιστρεφόταν με το χέρι, από τον ίδιο τον κεραμέα ή, σε μεγάλους τροχούς για μεγάλα αγγεία, από βοηθό (εικ.2, πάνω αριστερά πλάσιμο ληκύθου, κορινθιακός πίνακας, Παρίσι, 6ος π.Χ. αι., πάνω δεξιά πλάσιμο κρατήρα, κρατήρας Caltagirone, 460-450 π.Χ.). Ιδιαίτερη φάση αποτελούσε η συγκόλληση χωριστά πλασμένων τμημάτων μεγάλων αγγείων και η κόλληση των λαβών (εικ.2, κάτω αριστερά κόλληση λαβών κυλίκων, κύλικα Λονδίνου περ. 500 π.Χ., κάτω δεξιά κόλληση λαβών αμφορέων, σκύφος Cambridge Μασαχουσέτης, περ. 500 π.Χ.).

 

texnites 02
Εικ. 2

 

Μετά την πλάση η επιφάνεια του αγγείου λειαινόταν με το πέρασμα ενός βρεγμένου δέρματος. Αφού ξεραινόταν το αγγείο το παραλάμβαναν οι ζωγράφοι (εικ.3, αριστερά ζωγράφηση κρατήρα, κρατήρας Οξφόρδης, 450-440 π.Χ., δεξιά κυλικογράφος, κύλικα Βοστόνης, 480 π.Χ.).

 

texnites 03
Εικ. 3

 

Το περνούσαν πρώτα με ένα λεπτό επίχρισμα από πηλό, και μετά εφάρμοζαν τη διακόσμηση με αυτό που αποκαλούμε βερνίκι, και που ήταν ένα διάλυμα πολύ καθαρού, πλούσιου σε σίδηρο πηλού. Λόγω ακριβώς της υψηλής περιεκτικότητας σε σίδηρο, η βαφή αυτή κατά το ψήσιμο μεταβαλλόταν σε μαύρο ή κόκκινο χρώμα. Τη διακόσμηση μπορούσαν να συμπληρώσουν επίθετα οπτά χρώματα. Στη συνέχεια τα αγγεία έμπαιναν στον κεραμεικό κλίβανο (εικ.4, πάνω αριστερά και μέσον αναπαράσταση κλιβάνου σε τομή και κάτοψη, πάνω δεξιά παράσταση καμινιού, κορινθιακός πίνακας, Βερολίνο, 6ος π.Χ. αι., κάτω κεραμεικοί κλίβανοι ελληνιστικής εποχής, Πολύμυλος Κοζάνης). Αυτός χονδρικά χωριζόταν στο θάλαμο της φωτιάς, τη θόλο του ψησίματος και τον χώρο συγκέντρωσης και διαφυγής του καπνού.

 


texnites 04Εικ. 4

 

Τα αγγεία εκθέτονταν σε τελική θερμοκρασία 800-950 βαθμών Κελσίου, που επιτυγχανόταν μετά από οκτώ με εννέα ώρες. Το κυρίως ψήσιμο άρχιζε μετά από έξη με επτά ώρες, όταν η θερμοκρασία ανέβαινε στους 500 βαθμούς. Τα αγγεία πυρακτώνονταν μέσα σε μια οξειδωτική ατμόσφαιρα, γιατί η θύρα τροφοδοσίας της φωτιάς και η οπή εξαερισμού έμεναν ανοιχτές για να περνά ο αέρας και να δυναμώνει την καύση. Όση ώρα τροφοδοτούσε την καύση το οξυγόνο, ο σίδηρος του πηλού μετατρεπόταν σε τριοξείδιο του σιδήρου (Fe2O3).  Όταν αγγίζονταν οι 900 βαθμοί το καμίνι ήταν πια κορεσμένο, ο κεραμέας έκλεινε την οπή εξαερισμού και ο θάλαμος των αγγείων γέμιζε καπνό, δηλαδή μονοξείδιο του άνθρακα (CO). Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα το οξείδιο του σιδήρου, που υπήρχε στον πηλό και πολύ περισσότερο στο βερνίκι, μετατρεπόταν σε επιτεταρτοξείδιο του σιδήρου (Fe3O4), δηλαδή όλο το αγγείο γινόταν μαύρο. Ο κεραμέας άνοιγε στη συνέχεια πάλι τις οπές και άφηνε το καμίνι να κρυώσει σιγά-σιγά. Με την επανοξείδωση ο πηλός που δεν καλυπτόταν από το πιο ανθεκτικό βερνίκι ξανάπαιρνε γρηγορότερα το ανοιχτότερο χρώμα του, και την κατάλληλη στιγμή η επανοξείδωση διακοπτόταν, ώστε να παγιωθεί η χρωματική αντίθεση ελεύθερης επιφάνειας και διακόσμησης του αγγείου. Στις σχετικές παραστάσεις από την αρχαιότητα (εικ.5, πάνω αριστερά κορινθιακοί πίνακες στο Παρίσι και το Βερολίνο, 6ος π.Χ. αι.) παριστάνεται συχνά ο κεραμέας να πλησιάζει το καμίνι ή να ανεβαίνει στην κορυφή του με ένα άγκιστρο για να ελέγξει από τις ειδικές οπές την πρόοδο του ψησίματος, ή για να κλείσει ή να ανοίξει πάλι την οπή εξαερισμού κατά την τελευταία κρίσιμη φάση της όπτησης. Η συνολική εικόνα ενός κεραμεικού εργαστηρίου απεικονίζεται επάνω σε αρχαία αγγεία (εικ.5, αριστερά μέσον και κάτω), όπως σε μία αττική υδρία του 510 π.Χ. από το Μόναχο και ένα βοιωτικό σκύφο του 5ου αι. στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο πρώτο βλέπουμε ζωγράφους και πλάστες στη δουλειά τους κάτω από ένα υπόστεγο και άλλους να μεταφέρουν αγγεία στο καμίνι που βρίσκεται στο ύπαιθρο απέναντι. Στο άλλο, σε μια πιο οικογενειακή επιχείρηση, δίπλα στον κεραμέα και τη γυναίκα του που διαχειρίζονται αγγεία δίπλα στον τροχό, ένας δούλος κρεμασμένος από τα τέσσερα άκρα τιμωρείται άγρια με ξυλιές. Πραγματικά εργαστήρια που έχουν ανασκαφεί παρουσιάζουν πάντως περίπου τη δομή που αποτυπώνεται στο αττικό αγγείο, όπως δείχνει μια σχεδιαστική απόδοση μιας τέτοιας βιοτεχνίας από τον 4ο -3ο π.Χ. αι. στη γειτονιά των κεραμείων στους Λοκρούς (εικ.5, δεξιά).   

 

texnites 05
Εικ. 5

 

Ο βιοπορισμός: Η μεταλλοτεχνία

Η μεταλλοτεχνία ήταν η άλλη ιδιαίτερα σημαντική τεχνική δραστηριότητα των αρχαίων, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αθήνα, προσέλαβε χαρακτηριστικά βιομηχανίας. Από την εξόρυξη του μεταλλεύματος και την επεξεργασία του μέχρι την κατασκευή μεταλλίνων σκευών, όπλων και νομισμάτων αναπτύχθηκαν προηγμένες τεχνολογίες.

Η εξόρυξη του μεταλλεύματος γινόταν στα ορυχεία. Στη Θάσο και το Παγγαίο έβγαινε χρυσός, στη Χαλκίδα και την Κύπρο χαλκός, στη Λακωνία και την Εύβοια σίδηρος. Η γνωστότερη περίπτωση με τα καλύτερα διατηρημένα και μελετημένα λείψανα είναι τα μεταλλεία της περιοχής του Λαυρίου, απ’ όπου εξαγόταν ο αργυρούχος μόλυβδος, στην εκμετάλλευση του οποίου όφειλε κατά πολύ μεγάλο μέρος η Αθηναϊκή δημοκρατία την ακμή της κατά τους κλασικούς χρόνους. Η περίπτωση αυτή προσφέρεται για την ενημέρωση του μη ειδικού σχετικά με αυτή τη δραστηριότητα: Οι μεταλλοφόρες περιοχές (εικ.6: χάρτης) κηρύχθηκαν από την αρχή περιουσία του κράτους.

 

texnites 06
Εικ. 6

 

Επειδή όμως η πολιτεία δεν μπορούσε να λειτουργήσει η ίδια τα μεταλλεία, αναπτύχθηκε ένα σύστημα που ενέπλεκε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο ιδιώτης που εντόπιζε μια περιοχή είχε το δικαίωμα να την καταλάβει, για να επιχειρήσει μια καινοτομίαν, δηλαδή ένα καινούργιο ορυχείο, αρκεί να δήλωνε την ενέργειά του αυτή στο κράτος. Έχουν σωθεί πολλοί λίθοι που δήλωναν στο έδαφος αυτή την ενέργεια (εικ.7, αριστερά ΑΡΤΕΜΙΣ[Ι] / ΑΚΟΝ / ΘΥΜΟΧ[Α] / ΡΗΣ ΚΑ / ΤΕΛΑΒ[Ε] / ΚΑΙΝΟ / ΤΟΜΕ[ΙΑΝ], μέσον ΣΙΜΟΣ / ΚΑΤΕΛΑΒΕ / ΑΣΚ{Α}ΛΗΠΙΑΚΟΝ, 4ος π.Χ. αι.). Ο ιδιώτης αυτός είχε το δικαίωμα να ανοίξει ορυχείο και να το εκμεταλλευθεί επί επτά έτη χωρίς να πληρώνει φόρο, δίνοντας μόνο το 1/24 του εξαγόμενου μεταλλεύματος στο κράτος. Για το διάστημα αυτό το μεταλλείο χαρακτηριζόταν ως συγκεχωρημένον (παραχωρηθέν για συγκεκριμένη περίοδο χρήσης). Αν αποδεικνυόταν επιτυχημένο, χαρακτηριζόταν μετά τα επτά έτη εργάσιμον και επέστρεφε στην πολιτεία, η οποία έκτοτε το ενοικίαζε σε επιχειρηματίες ανά τρία έτη με φόρο και απόδοση τμήματος της παραγωγής ανάλογα προς την εκτιμώμενη αξία του. Οι ιδιώτες μερικές φορές δανείζονταν τα απαραίτητα ποσά για την επιχείρησή τους, βάζοντας υποθήκη το ίδιο τους το εργαστήριο, πράγμα το οποίο σημειωνόταν στους όρους που δήλωναν την περιοχή του (εικ.7, δεξιά ΘΕΟΙ / ΟΡΟΣ ΕΡΓΑΣ / ΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝ / ΔΡΑΠΟΔΩΝ ΠΕ / ΠΡΑΜΕΝΩΝ ΕΠΙ / ΛΥΣΕΙ ΦΕΙΔΩΝ / Ι ΑΙΞΩΝΕΙ : T).

 

texnites 07
Εικ. 7

 

Το μετάλλευμα εξορυσσόταν από τα κοιτάσματα που το περιείχαν με στοές, οι οποίες έφθαναν μέχρι και τα εκατό μέτρα βάθος (εικ.8, πάνω αριστερά στρωματογραφία, πάνω δεξιά και κάτω αριστερά φρέαρ και είσοδος μεταλλείου στη Σούριζα, κάτω δεξιά στοά στο Θορικό).

 

texnites 08
Εικ. 8

 

Οι στοές ήταν στενές και στηρίζονταν με στύλους, είτε ξύλινους ή και από το ίδιο το μετάλλευμα που άφηναν επίτηδες. Τις στοές έφθαναν με φρέατα. Όμοια φρέατα ανοίγονταν σε άλλο σημείο της στοάς για τον εξαερισμό της. Οι μεταλλωρύχοι, κυρίως δούλοι, έκοβαν το μετάλλευμα με αξίνες και το τοποθετούσαν σε μεγάλα ζεμπίλια για να μεταφερθεί στην επιφάνεια (εικ.9Α,  μεταλλωρύχος, κύλικα Βρυξελλών, 5ος π.Χ. αι.). Στο εργαστήριο άλλοι εργάτες κοπάνιζαν το μετάλλευμα (εικ.9Β, τράπεζες θραύσης μεταλλεύματος, Σούριζα, Γ, μεταλλευτικό σφυρί, Λαύριο). Κατόπιν το άλεθαν σε παλινδρομικό ή περιστρεφόμενο μύλο (εικ.9Δ: παλινδρομικός μύλος, Λαύριο, Ε, σχέδιο παλινδρομικού μύλου, Ζ, κώνος και δακτύλιος περιστροφικού μύλου, Η, σχέδιο παλινδρομικού μύλου).

 

texnites 09
Εικ. 9

 

Αν χρειαζόταν κοσκίνιζαν το αλεσμένο μετάλλευμα και ξανάλεθαν τα χοντρά. Κατά τη διαδικασία αυτή γινόταν το πρώτο χονδρικό καθάρισμα από τα άχρηστα υλικά. Στη συνέχεια το μετάλλευμα μεταφερόταν στο πλυντήριο. Εκεί γινόταν ο πλήρης καθαρισμός, ο οποίος βασιζόταν στο γεγονός ότι ο αργυρούχος μόλυβδος έχει το μεγαλύτερο ειδικό βάρος από όλα τα άλλα συστατικά του μεταλλεύματος. Έτσι με την ενέργεια του ρέοντος νερού αυτά παρασύρονταν αφήνοντας καθαρό το πολύτιμο υλικό. Τα πλυντήρια είχαν κοντά μια δεξαμενή που συγκέντρωνε το νερό της βροχής (εικ.10, πάνω ομβροδέκτης με πρόβολο στη Σούριζα και η σκάλα καθόδου του ομβροδέκτη). Τα ίδια αποτελούνταν από μια δεξαμενή από το μέσο ύψος της οποίας έτρεχε από κρουνούς νερό πάνω σε μια κεκλιμένη επιφάνεια (εικ.10, μέσον σχέδια τετράγωνου πλυντηρίου, κάτω αριστερά λεκάνη από την Αγορά, παρόμοια με τις χρησιμοποιούμενες από τους πλύντες, δεξιά ξύλινο φτυάρι, στο μουσείο Λαυρίου).

 

texnites 10
Εικ. 10

 

Στη χαμηλότερη πλευρά αυτής της επιφάνειας ανοιγόταν ένα αυλάκι που παραλάμβανε το νερό που κυλούσε πάνω της. Το αυλάκι διέγραφε πέρα από το κεκλιμένο επίπεδο ένα παραλληλόγραμμο που περιέκλειε μια μεγάλη ελαφρά καμπυλωτή επιφάνεια και κατέληγε σε φρεάτιο στην άκρη της δεξαμενής, χωρίς να επικοινωνεί με την αρχή του. Στις γωνίες της κάμψης του υπήρχαν επίσης φρεάτια και ο πυθμένας του είχε γενική κλίση προς το τελευταίο φρεάτιο. Οι εργάτες έπαιρναν με λεκάνες μικρή ποσότητα αλεσμένου μεταλλεύματος, τις γέμιζαν νερό στη δεξαμενή, κουνούσαν μέσα το μετάλλευμα και το έχυναν επάνω στην κεκλιμένη επιφάνεια, όπου τα διαλυμένα ελαφρότερα σωματίδια παρασύρονταν από το νερό που έτρεχε με έλεγχο από τη δεξαμενή αφίνοντας το καθαρό μετάλλευμα, το οποίο στη συνέχεια άπλωναν στο στεγνωτήριο. Το νερό που μαζευόταν στο τελευταίο φρεάτιο κοντά στη δεξαμενή το αντλούσε κάποιος και το ξανάριχνε σ’ αυτήν για οικονομία. Τα ελαφρότερα υλικά που παρέσυρε το νερό κατακάθιζαν στα ενδιάμεσα φρεάτια και απομακρύνονταν (πλυνίτες). Υπήρχαν και κυκλικά πλυντήρια (εικ.11Α-Β, σχέδιο κα εικόνα πλυντηρίου στο Δημολιάκι), τα οποία πάντως βασίζονταν στην ίδια αρχή.

Η συνέχεια της επεξεργασίας του μεταλλεύματος ήταν η μεταφορά του στην κάμινο και η τήξη του. Τα καμίνια ήταν ξεχωριστά κτίρια και μακριά από τους χώρους κατοίκησης λόγω των ρύπων που δημιουργούσαν (εικ.11Γ-Δ: κάτοψη και τομή καμίνων). Τα κτίρια αυτά ήταν μακρόστενα και είχαν μια αυλή, τους χώρους των καμινιών στη σειρά και πίσω έναν υπερυψωμένο χώρο τροφοδοσίας, στον οποίο ενσωματωνόταν εν μέρει το κάτω μέρος της κυλινδρικής καμίνου. Μέσα στο καμίνι έριχναν ξύλα και αργότερα ξυλοκάρβουνο για τη φωτιά, που βοηθούσαν με συνεχή εμφύσηση αέρα από οπές στο τοίχωμα, και από ένα σημείο και πέρα και μετάλλευμα, το οποίο έλειωνε προοδευτικά σε θερμοκρασία που έφθανε τους 1200 βαθμούς. Όσο κατακάθιζε το γέμισμα λόγω της στακτοποίησης της καύσιμης ύλης ριχνόταν συμπληρωματικά ξυλοκάρβουνο και μετάλλευμα. Το μετάλλευμα λειώνοντας διαλυόταν σε αργυρούχο μόλυβδο, που ήταν βαρύτερος και κάθιζε στο βάθος του καμινιού και σκωρία, που περιείχε όλα τα άλλα υλικά και επέπλεε. Κατά διαστήματα άνοιγαν τη μικρή θύρα εξόδου του μεταλλεύματος, και αφού συγκέντρωναν τον αργυρούχο μόλυβδο που έβγαινε πρώτος, άφηναν τη σκωρία να τρέξει σε λάκκο μπροστά στο καμίνι, απ’ όπου αργότερα την απομάκρυναν. Κατόπιν έκλειναν με πηλό πάλι την έξοδο και επαναλάμβαναν τη διαδικασία.

Η τελευταία φάση της επεξεργασίας του μεταλλεύματος ήταν η κυπέλλωση, που γινόταν σε άλλο είδος καμίνου, που είχε τη μορφή φούρνου (εικ.11Ε). Η διαδικασία αυτή, που ήταν ιδιαίτερα λεπτή και πολύπλοκη και χαρακτηρίσθηκε «πραγματικός τεχνικός άθλος των αρχαίων» (Κονοφάγος στο Κακαβογιάννης, σ.273), δεν χρειάζεται να αναλυθεί εδώ. Είχε πάντως ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό του καθαρού πλέον πολύτιμου αργύρου και του μολύβδου και στηριζόταν στην ιδιότητα αφενός του μολύβδου να ενώνεται με το οξυγόνο του αέρα και να μετατρέπεται σε οξείδιο του μολύβδου και αφετέρου του αργύρου, ο οποίος δεν επηρεάζεται από το οξυγόνο. 

 

texnites 11
Εικ. 11

 

Η μεταλλοτεχνία γενικά παρήγε όπλα, σκεύη, έργα τέχνης, νομίσματα και άλλα. Στην τέχνη βλέπουμε τους μεταλλουργούς στο χυτήριό τους (π.χ. μείξη χαλκού και κασσίτερου, εικ.12Α, οινοχόη στο Λονδίνου, 510-500 π.Χ.) ή να κατασκευάζουν όπλα (εικ.12Β, ειδώλιο κρανοποιού στη Νέα Υόρκη, 7ος π.Χ. αι.). Βλέπουμε τους σιδηρουργούς στο καμίνι και στη δουλειά της διαμόρφωσης με σφυρηλάτηση σιδερένιων αντικειμένων (εικ.12Γ, εργαστήριο, σκίτσο από το κοιμητήριο της Φλαβίας Δομιτίλλης στη Ρώμη, Βατικανό, αυτοκρατορικοί χρόνοι, Δ, εργαστήριο σιδηρουργού, αμφορέας Βοστόνης, περ. 510 π.Χ.) αλλά και στο μαγαζί τους να τα εκθέτουν προς πώληση (εικ.12Ε, πωλητήριο μεταλλουργού, ταφικός βωμός, Βατικανό, 1ος μ.Χ. αι).

 

texnites 12
Εικ. 12

 

Βλέπουμε ακόμη χαλκουργούς να κατασκευάζουν δίπλα στο χυτήριο τα τμήματα ορειχάλκινων αγαλμάτων (εικ.13).

 

texnites 13
Εικ. 13

 

Η χύτευση γινόταν μέσα σε καλούπια στη γη (εικ.14Α-Β: αναπαράσταση καλουπώματος και καλούπι για κάτω μέρος αγάλματος Απόλλωνος από τον 6ο π.Χ. αι. στην Αγορά της Αθήνας, Γ, λάκκος χυτηρίου με πήλινη μήτρα στον πυθμένα, από την ανασκαφή για το Μετρό στο Σύνταγμα, 5ος π.Χ. αι., Δ, μήτρες Δήλου για την κατασκευή ποδιού ανακλίντρου). Σε άλλες περιπτώσεις μπορούσε όμως να γίνεται σε κοινές μήτρες. Τέλος έχουμε πολλά στοιχεία για να αποκαταστήσουμε ένα νομισματοκοπείο, όπως αυτό που υπήρχε στην Αγορά των Αθηνών (εικ.14Ε) ή στη Χερσόνησο της Κριμαίας (εικ.14Ζ). Στα νομισματοκοπεία (εικ.14Η: γραφική αναπαρά-σταση νομισματοκοπείου) έλειωναν το μέταλλο, το έχυναν σε καλούπια για την παραγωγή του δίσκου, τοποθετούσαν το δίσκο στο αμόνι ανάμεσα στις μήτρες με κοίλα τα σύμβολα της μπρος και πίσω πλευράς του νομίσματος, και τα χτυπούσαν με ισχυρό σφυρί ώστε να αποτυπωθούν στο δίσκο τα σύμβολα.

 

texnites 14
Εικ. 14

 

Ο βιοπορισμός: Άλλα επαγγέλματα

Στην επισκόπηση των επαγγελμάτων πρέπει κανείς να προσθέσει και μια άλλη κατηγορία, που απαιτούσε πνευματική καλλιέργεια, δηλαδή τους δασκάλους, τους ιερείς, τους γιατρούς και τους καλλιτέχνες. Για τις τρεις πρώτες έγινε ή θα γίνει αλλού λόγος. Για τους καλλιτέχνες, ζωγράφους, αγγειογράφους, τορευτές κλπ., είδαμε ήδη μερικές παραστάσεις από τη δουλειά τους. Δυο παραδείγματα αμέσων λειψάνων της παρουσίας τους μας φέρνουν πολύ κοντά στην καθημερινότητά τους: Το ένα είναι τα εργαλεία που βρέθηκαν στο εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία (εικ.15Α,Γ,Δ, εργαλεία, Β, όστρακο με το όνομα του Φειδία, ΦΕΙΔΙΟ:EIMI,) και το δεύτερο τα ευρήματα από το εργαστήριο Μικίωνος πίσω από τη ΝΔ γωνία της Αγοράς, γεμάτο λατύπη μαρμάρου και εργαλεία χάλκινα, μολύβδινα και οστέινα (εικ.15Ε,Ζ, εργαστήριο και στύλος με επιγεγραμμένο το όνομα του Μικίωνος). Θα μπορούσε ακόμη κανείς να προσθέσει και τους ηθοποιούς και τους ψυχαγωγούς, όπως ο Αθηναίος νευροσπάστης Ποθεινός, του οποίου το κουκλοθέατρο εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι.

 

texnites 15
Εικ. 15

 

Η εργασία των αρχαίων άρχιζε γενικά με την ανατολή και τέλειωνε με τη δύση του ήλιου εκτός από την περίπτωση των λατομείων όπου μπορούσε να συνεχίζεται και τη νύχτα. Μια χαρακτηριστική εικόνα της όλης δραστηριότητας στο χώρο εργασίας δίνει ο Αριστοφάνης: Τα χαράματα, μόλις λαλήσει ο πετεινός, όλοι αμέσως αναπηδούν και ξεκινούν για τις δουλειές τους. Ο χαλκιάς, ο αλευράς, ο ταμπάκης, κι’ όσοι κατασκευάζουν ασπίδες ή θύρες. Μαζί κι’ ο κανατάς, ο παπουτσής κι’ ο λουτράρης. Όλοι, αφού δέσουν βιαστικά τα παπούτσια τους, ξεκινούν νύχτα ακόμη.