Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΖΩΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑΣ από τον καθηγητή Β. Λαμπρινουδάκη
Ο βιοπορισμός: Αγροτική απασχόληση
Η αγροτική και ποιμενική ενασχόληση αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της οικονομικής και κοινωνικής υπόστασης της αρχαίας κοινωνίας. Ο Αριστοτέλης συνδέει αυτές τις δραστηριότητες, που απασχολούσαν την εποχή του το 80% περίπου του πληθυσμού, με την συγκρότηση του κυττάρου της αρχαίας ζωής, της πόλης-κράτους. Λέγει συγκεκριμένα (Πολ. 6.1319a) ότι “κατά τους πρώιμους χρόνους οι πόλεις έφτιαξαν νόμους για να διαμορφώσουν την αγροτική φυσιογνωμία της κοινωνίας” (του κατασκευάζειν γεωργικόν τον δήμον): Οι αγροκτηματίες μέσης περιουσίας ήταν γι’ αυτόν η σταθερότερη βάση για ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Πρέπει σχετικά να παρατηρήσουμε ότι κατά την ελληνική αρχαιότητα δικαίωμα κατοχής γης είχαν μόνο οι πολίτες των πόλεων, και η κατοχή γης αποτέλεσε σε διάφορες περιοχές και εποχές προϋπόθεση για να είναι κανείς πολίτης.
Στην αρχαία γραμματεία η καλλιεργήσιμη γη φαίνεται να διαστέλλεται από τα χέρσα βοσκοτόπια. Όμως στην πραγματικότητα οι δυο αυτές δραστηριότητες συνδυάσθηκαν στενά στην γεωγραφικά έντονα διαμελισμένη ελληνική γη και στο πολιτικό περιβάλλον της περιορισμένης έκτασης της πόλης-κράτους. Είναι χαρακτηριστική σχετικά η επισήμανση του Ξενοφώντος στον Οικονομικό του (5,3), ότι η προβατευτική τέχνη συνδέεται με την τέχνη της γεωργίας. Οι περισσότεροι γεωργοί έτρεφαν στο κτήμα τους και ζώα. Καλλιεργούσαν οι ίδιοι (αυτουργοί) μαζί με οικόσιτους δούλους τα κτήματά τους, και φρόντιζαν ώστε η οικονομία του οίκου τους να είναι αυτάρκης, να εξυπηρετείται δηλαδή από τα προϊόντα των χωραφιών τους και των ζώων τους και από την κατασκευή ρούχων, σκευών και εργαλείων, που έφτιαχναν κατά το πλείστον οι ίδιοι. Μεγάλες περιουσίες βέβαια υπήρχαν, όπου ο ιδιοκτήτης, ζώντας ο ίδιος στο άστυ, ασκούσε τον έλεγχο μόνο των ενοικιαστών ή των δούλων του που δούλευαν στα κτήματά του. Όμως αυτό δεν ήταν ο κανόνας. Επίσης υπήρχαν μεγάλα κοπάδια, ιδίως στις βορειότερες κυρίως περιοχές, όπως η Βοιωτία και η Θεσσαλία, τα οποία αποτελούσαν ανεξάρτητες μονάδες και τα οποία το καλοκαίρι έπρεπε να μετακινηθούν σε υψηλότερα εδάφη σε μεγάλη απόσταση από τη χειμερινή βάση τους.
Όμως στην μέση οικογένεια η συνύπαρξη των δύο δραστηριοτήτων στην οικονομία του σπιτιού ήταν το σύνηθες. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της μεικτής αυτής οικονομίας είναι τα δεκατέσσερα αγροτικά κτήματα του ιερού της Δήλου στα γειτονικά νησιά, τα οποία αναφέρονται σε περιγραφή του 3ου π. Χ. αι., και τα οποία, εκτός από τον σιτοβολώνα (αποθήκη σιτηρών), τον μυλώνα (χώρο με μύλο για την άλεση), τον ιπνώνα (χώρο με φούρνο), τον πιθώνα (χώρο για αποθήκευση τροφίμων) και το οίκημα ή κλεισίον (χώρο διαμονής), είχαν και προβατώνα (μαντρί) και βούστασιν (βουστάσιο). Οι εγκαταστάσεις αυτές θα ήταν όπως οι ανάλογες που ερευνήθηκαν στην ίδια τη Δήλο. Σε μία από τις δεύτερες (εικ.1, πάνω κάτοψη οικήματος και μακέτα αγροκτήματος στη ΝΔ Δήλο, 5ος π.Χ. αι.) το οίκημα έχει την μορφή ενός απλού αστικού σπιτιού με αυλή και παστάδα. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκε κουζίνα και μύλος δημητριακών, καθώς και οστά ζώων, ήταν επομένως μια μόνιμη εγκατάσταση. Στην πλαγιά το κτήμα είχε διαμορφωθεί σε άνδηρα (πεζούλες) για καλλιέργεια δένδρων και κηπευτικών, ενώ σε μια του γωνία είχε εξοικονομηθεί η στάνη. Ένα άλλο παράδειγμα – μεταξύ πολλών – είναι τα αγροκτήματα που έχουν ερευνηθεί στα Λεγραινά της Αττικής, στην παρυφή της καλλιεργήσιμης γης, την εσχατιά όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι (εικ.1, κάτω κάτοψη - μακέτα). Και εδώ διαπιστώνονται ανάλογες εγκαταστάσεις: οικήματα, πύργος για αποθήκευση και εργασία γυναικών, αλλά και άμυνα-προστασία, κήπος, άνδηρα και χωράφια, αλώνια, μαντριά στην περιφέρεια.
Εικ. 1
Ανάλογα βέβαια με τη γεωμορφολογία των διαφόρων περιοχών (σε περιπτώσεις χαμηλής γόνιμης γης π.χ.), τα οικόσιτα κοπάδια των μόνιμων εγκαταστάσεων μπορούσαν το καλοκαίρι να μετακινούνται κοντύτερα ή μακρύτερα στη γύρω πιο άγονη περιοχή, όπου ο ιδιοκτήτης ή ο βοσκός του μπορούσαν να έχουν εποχιακές εγκαταστάσεις. Τέτοια φαίνεται ότι ήταν π.χ. η περίπτωση ενός μαντριού από τον 5ο π.Χ. αιώνα με μακρά ζωή που ερευνήθηκε στον ορεινό Μαραθώνα (εικ.2, πάνω αριστερά η σχέση με την πεδιάδα, στη μέση αριστερά το μαντρί, πάνω δεξιά ανάγλυφο από την Αλεξάνδρεια με απεικόνιση μαντριού, 2ος π.Χ. αι.). Αντίθετα, η πολλαπλότητα των συνδυασμών της εποχής φαίνεται στην ίδια ορεινή περιοχή, λίγο πιο εσωτερικά, στις δυο πλευρές ενός πλούσιου σε νερό ρέματος (εικ.2, κάτω χάρτης και το τοπίο), όπου υπήρχε στη μία πλευρά μόνιμη αγροτική εγκατάσταση και στην άλλη, ώστε να αποφεύγονται οι οσμές και η ακαθαρσία, σταθμός βοδιών, βούστασις, που ανήκε στην πρώτη (εικ.3, πάνω αριστερά λείψανα αγροκτημάτων στη Φίριζα, πάνω δεξιά και κάτω κάτοψη και εικόνα της εγκατάστασης του Αλωνακιού).
Εικ. 2
Εικ. 3
Από την αρχαία γραμματεία μια εύγλωττη εικόνα για την αγροτική ζωή στην Αττική, όπου οι περισσότεροι Αθηναίοι πολίτες ζούσαν διασκορπισμένοι στην εξοχή σε μεμονωμένα αγροκτήματα με την διπλή αυτή οικονομία, ή και σε μικρούς οικισμούς με ανάλογα κτήματα στην άμεση γειτονία τους, μας παρέχεται από ένα λόγο σε αθηναϊκό δικαστήριο που αποδίδεται στο Δημοσθένη (47, 49-61). Εκεί η περιουσία του παθόντος που βρισκόταν κοντά στον ιππόδρομο στον Ιλισό, περιγρά-φεται ως κτήμα που περιείχε αφενός ενδιαιτήματα και πύργο κλεισμένα σε αυλή και κήπο, και αφετέρου αγροτική γη τριγύρω με δούλους, αλλά και κοπάδι από πενήντα πρόβατα με βοσκό που τα έβοσκε εκεί κοντά. Η οικογένειά του έμενε στο κτήμα.
Οπωσδήποτε κάθε πόλη-κράτος, λόγω της αυτάρκειας που επεδίωκε, εκμεταλλευόταν εντατικά τη γη γύρω από το αστικό της κέντρο. Η χώρα αποτελούσε την καρδιά του βιοπορισμού των κατοίκων της και, είτε ήταν πεδινή, είτε ημιορεινή (εσχατιαί), ήταν χωρισμένη σε περιουσίες, που οι περισσότερες ήταν γύρω στα πενήντα στρέμματα. Σαφή ίχνη του πλέγματος των αγρών της αρχαιότητας έχουν σε πολλές περιοχές εντοπισθεί, κυρίως με αεροφωτογραφίες (εικ.4, πάνω έκταση του πλέγματος κτημάτων Κορίνθου-Σικυώνος, κάτω αεροφωτογραφία της περιοχής Κορίνθου και αποτύπωση των ορίων των κτημάτων).
Εικ. 4
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται η πυκνότητα της εκμετάλλευσης, η οποία, κυρίως στις αποικίες, όπου οι κλήροι μοιράζονταν συστηματικά, παρουσιάζει και μια αξιοπρόσεκτη κανονικότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Χερσονήσου στην Κριμαία, όπου τον 4ο π.Χ. αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, 10,5 χιλιάδων εκταρίων περίπου (δηλ. 105 χιλιάδων στρεμμάτων), διαιρέθηκε από τους Έλληνες αποίκους σε τεμάχια των 4,4 εκταρίων (44 στρεμμάτων εικ.5, πάνω σχέδιο και αεροφωτογραφία των κλήρων, κάτω τομή, κάτοψη και αποκατάσταση απλής κατοικίας), τα οποία αποτελούνταν από αγρούς έκτασης λίγο μικρότερης των 3, ή διπλάσιας, περίπου των 5,5 στρεμμάτων.
Εικ. 5
Μέσα σ’ αυτούς εντοπίστηκαν περίπου διακόσια αγροτικά οικήματα (εικ.6, πάνω εικόνα ανεσκαμμένης απλής φάρμας και σχέδιο φάρμας με αυλή, κάτω αριστερά σχέδιο κοινής εγκατάστασης περισσοτέρων οικημάτων), οι τύποι των οποίων εκτείνονταν από την πιο απλή εγκατάσταση στην πιο σύνθετη με κεντρική αυλή και πύργο και μέχρι την συγκέντρωση περισσοτέρων κατοικιών που διέθεταν κοινό οχυρό πύργο. Ανάλογες αγροτικές κατοικίες έχουν ανασκαφεί σε πολλές περιοχές του Ελληνικού χώρου, όπως στη Μεσογαία της Αττικής (εικ.6, κάτω δεξιά δύο αγροικίες 4ου π.Χ. αι. δίπλα σε αμαξιτή οδό επικαλυφθείσες από μεγαλύτερη Ρωμαϊκή), ή στην περιοχή της αρχαίας Λητής (ανατολικά της Θεσσαλονίκης, εικ.7, πάνω αγροικία 2ου μ.Χ. αι., προσθήκη τρικλινίου τον 3ο μ.Χ. αι., κάτω αριστερά μακέτα της αγροικίας). Τα σπίτια αυτά, εκτός από τους χώρους διαμονής (στον όροφο) και εξυπηρέτησης (κουζίνα και λουτρό), ήταν εφοδιασμένα με ελαιοτριβείο, μύλο για άλεση, εγκαταστάσεις για την παραγωγή κρασιού, αποθήκες τροφίμων ακόμη και χώρους ιδιαίτερης ψύξης, όπως κυκλικό υπόγειο σε αγροικία του 4ου – 3ου π.Χ. αι. παρά την Εγνατία οδό (εικ.7, κάτω δεξιά σχέδιο υπόγειου ψύκτη).
Εικ. 6
Εικ. 7
Οι εγκαταστάσεις αυτές διέθεταν ακόμη βουστάσια, που έπρεπε σύμφωνα με τις προδιαγραφές των σχετικών Λατινικών συγγραμμάτων (Κάτων, De agricultura, Ουάρρων, Columella, De re rustica) να βρίσκονται κοντά στο μαγειρείο και το λουτρό, ιπποστάσια στην ανατολική πλευρά του συγκροτήματος και μαντριά αιγοπροβάτων. Βέβαια ανάλογα με τη γή και τις κοινωνικές συνθήκες υπήρχαν και πολύ μεγάλες περιουσίες, όπως π.χ. έκτασης μέχρι και 1.000 στρεμμάτων στη Θάσο, ή μέχρι τριακοσίων στρεμμάτων στη βραχώδη Αττική (εσχατιά), όπου ασφαλώς περιλαμβάνονταν πολλά απλά βοσκοτόπια μαζί με την καλλιεργήσιμη γη. Στη Σπάρτη, η έκταση του κλήρου που είχε κάθε πολίτης κυμαινόταν από εκατό μέχρι εκατόν ογδόντα στρέμματα. Τα κτήματα αυτά τα καλλιεργούσαν οι είλωτες. Οι πόλεις μπορούσαν να έχουν και δημόσιες γαίες για εκμετάλλευση (στην Κριμαία είχαν προβλεφθεί και για αποίκους που θα έφθαναν μελλοντικά στην περιοχή). Γαίες μπορούσαν να ανήκουν επίσης και σε ιερά, τα οποία τις νοικιάζονταν αυξάνοντας το εισόδημα της θεότητας (πβ. τις ιερές ελαίες Αθήνας για το έπαθλο των Παναθηναϊκών Αγώνων).
Τα είδη των φυτών που κυρίως καλλιέργησαν οι Έλληνες ήταν η ελιά, τα δημητριακά και το αμπέλι. Βεβαίως καλλιεργούνταν και άλλα οπωροφόρα δένδρα, όπως π.χ. η συκιά, η μηλιά, η αχλαδιά, η ροδιά, η κυδωνιά, η αμυγδαλιά και η καρυδιά, καθώς και τα όσπρια και τα λαχανικά.
Τον καρπό της ελιάς τον μάζευαν από τα δένδρα με τον ραβδισμό, τον τρόπο που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι παραδοσιακοί καλλιεργητές (εικ.8, πάνω αριστερά ελαιοσυγκομιδή, αμφορέας Βρετανικού, 6ος π.Χ. αι.). Οι ελιές τρώγονταν φυσικά και στο τραπέζι, άγουρες μέσα σε άλμη, τσακιστές, ζαρωμένες (χουρμάδες) ή και ανακατεμένες με διάφορες σάλτσες, όπως π.χ. με ένα είδος τυριού. Οι μεγάλες όμως ποσότητες χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή λαδιού, το οποίο εκτός από βασικό στοιχείο του φαγητού, χρησίμευε για την παρασκευή φαρμάκων, αρωμάτων, καλλυντικών, για το άλειμμα του σώματος μετά το μπάνιο, για φωτισμό, ακόμη και για το γυάλισμα ρούχων. Ο ελαιόκαρπος έφθανε στο πιεστήριο ατόφιος ή αλεσμένος μέσα σε σάκους ή ψάθινα πανέρια (εικ.8, πάνω δεξιά ελαιοπιεστήριο, βοιωτικός σκύφος Βοστόνης, 6ος π.Χ. αι., κάτω αριστερά αναπαράσταση πιεστηρίου, στη μέση λίθινο πιεστήριο, Κάτω Καστρίτσι Πατραϊκής, δεξιά μαρμάρινο πιεστήριο στη Νάξο).
Εικ. 8
Πιεστήρια υπήρχαν διαφόρων ειδών, που δεν διέφεραν πολύ από εκείνα του κρασιού. Ένας χαρακτηριστικός τύπος ήταν το πιεστήριο κατά κυριολεξία. Σ’ αυτό επάλληλα πανέρια με ελιές συνθλίβονταν πάνω σε επιφάνεια με αυλάκι περιμετρικό για τη διοχέτευση του λαδιού από πλάκα προσαρμοσμένη σε μακριά δοκό, της οποίας η μία άκρη ήταν συγκρατημένη σε ειδική κοιλότητα του τοίχου, ενώ η άλλη δεχόταν μεγάλα βάρη ή συρόταν προς τα κάτω με τη βοήθεια τροχαλίας για την εφαρμογή της απαραίτητης πίεσης. Ένας άλλος, μεταγενέστερος, τύπος ήταν το ελαιοτριβείο (εικ.9, πάνω αναπαράσταση και λίθοι αλέσεως ελαιοτριβείου στα Βρασνά, δυτικά της Βόλβης). Στην εγκατάσταση αυτή δύο φακοειδείς λίθοι προσαρμοσμένοι αντιθετικά στα άκρα οριζόντιου μοχλού περιστρέφονταν σε περιμετρικό αυλάκι μιας οριζόντιας μυλόπετρας, αλέθοντας τον ελαιόκαρπο.
Τα δημητριακά, λόγω της υψηλής θεραπευτικής τους αξίας αποτέλεσαν μαζί με το λάδι τη βάση της διατροφής. Μετά τον θερισμό γινόταν ο διαχωρισμός του καρπού με το αλώνισμα (εικ.9, κάτω αριστερά αγροικία Λεγραινών με αλώνι κοντά και δεύτερο δίπλα στο μαντρί σε 200 μ. απόσταση από τη βασική εγκατάσταση, κάτω δεξιά στατήρας Μεταποντίου, 6ος π.Χ. αι.).
Εικ. 9
Στη συνέχεια στο σπίτι γινόταν από τις γυναίκες το κοσκίνισμα και με καψάλισμα σε φούρνο η αφαίρεση του φλοιού. Η αλευροποίηση γινόταν σε μυλόλιθους για τριβή με παλινδρομική κίνηση (εικ.10Α), αλλά (αργότερα) και σε μυλόπετρες με περιστροφική κίνηση, που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ζώα (εικ.10Β άνω μυλόπετρα Κάτω Ποταμιά Νάξου, Γ κάτω μυλόπετρα Παράβγαρμα Σαγκρίου Νάξου). Τη δεύτερη αυτή κατασκευή αποτελούσε ένα ζεύγος από μυλόπετρες. Η επάνω είχε την κάτω επιφάνειά της κοίλη και αδρή και περιστρεφόταν πάνω στην κυρτή και επίσης αδρή άνω επιφάνεια της κάτω μυλόπετρας, γύρω από ένα κεντρικό ξύλινο άξονα που διαπερνούσε την πρώτη. Από την διαμπερή οπή για τον άξονα διοχέτευαν στο μύλο τον σπόρο. Τα παραπροϊόντα από την επεξεργασία του σιταριού τα χρησιμοποιούσαν για την τροφή των ζώων.
Κύριο παρακολούθημα της τροφής, αλλά και της διασκέδασης των αρχαίων Ελλήνων ήταν το προϊόν της αμπέλου, το κρασί (εικ.10Δ: Ηρακλής ευωχούμενος, αμφορέας Ζωγράφος Ανδοκίδη, περ. 515 π.Χ., Μόναχο). Η παραγωγή και η εμπορία του οίνου αποτέλεσε βασικό στοιχείο της οικονομίας των αρχαίων Ελληνικών πόλεων (εικ.10Ε τετράδραχμο Μένδης, Χαλκιδική, 5ος π.Χ. αι.).
Εικ. 10
Για να φυτέψει και να καλλιεργήσει κανείς έναν αμπελώνα υπήρχαν τρεις τρόποι: Μπορούσε κανείς, ανάλογα με τη φύση του εδάφους να φυτέψει σε καλά και βαθιά σκαμμένη γη, να σκάψει μόνο τάφρους για τον σκοπό αυτό, ή ακόμα και να ανοίξει μόνο αβαθείς οπές στη γη για κάθε νέο φυτό. Μια χαρακτηριστική περίπτωση αμπελώνα με τάφρους από τον 4ο π.Χ. αιώνα ανασκάφηκε στην περιοχή της Πέλλας (εικ.11 αριστερά), όπου αποκαλύφθηκαν 21 παράλληλες σειρές λαξευμάτων μήκους περίπου 2,5 μ. στο μαλακό βράχο με απόσταση μεταξύ τους 4 μ. Το πλάτος και το βάθος τους ήταν 50 εκ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το σύστημα που υιοθέτησαν οι Έλληνες άποικοι στη Χερσόνησο της Κριμαίας. Εδώ αντί τάφρων χρησιμοποιήθηκαν χαμηλοί τοίχοι από τυχαίες πέτρες (εικ.11 δεξιά: τοίχοι αμπελώνων Χερσονήσου), κοντά στους οποίους φυτεύονταν μέσα σε ρηχές οπές τα νέα φυτά.
Εικ. 11
Όταν μεγάλωναν, τραβιόταν πάνω από τον τοίχο και ο πιο μακρύς τους βλαστός θαβόταν στη γη από την άλλη πλευρά του τοίχου, με μόνο την άκρη του να εξέχει. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσαν μια καταβολάδα, ένα νέο φυτό. Ο τοίχος βοηθούσε εξάλλου, ώστε τα σταφύλια του κύριου, ώριμου φυτού να αερίζονται και να ζεσταίνονται παράλληλα από την πυρακτούμενη από τον ήλιο πέτρα. Η ωρίμανση του νέου φυτού χρειαζόταν γύρω στα πέντε με επτά χρόνια. Έτσι δέκα περίπου χρόνια μετά την πρώτη φύτευση είχαν ώριμα φυτά τα οποία παρήγαν καρπό και συγχρόνως αναγεννώμενα νέα, για να επαναλάβουν τον κύκλο. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε σχετικά δύο αρχαία αντικείμενα: Σε μια σπάνια παράσταση κύλικας στη Βοστόνη, από το τέλος του 6ου π.Χ. αι., βλέπουμε ένα σάτυρο, ο οποίος μάλλον φυτεύει μια καταβολάδα (εικ. 12Α) κύλικα – φυτευτήρια, αρχαίο και σύγχρονο). Και από την περιοχή των Λειβήθρων, κάτω από τον Όλυμπο, έχει σωθεί ένα σιδερένιο φυτευτήρι από αμπελώνα του 4ου π.Χ. αι., αιχμηρό για τη διάνοιξη της οπής εμφύτευσης, το οποίο είναι όμοιο με τα παραδοσιακά σημερινά ανάλογα εργαλεία του αμπελουργού (εικ. 12Β, πάνω και κάτω αρχαίο, στη μέση σύγχρονο εργαλείο).
Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, γινόταν ο τρύγος (εικ.12Γ: κόρη κάτω από κληματαριά με ώριμα σταφύλια, κρατήρας Εξηκία, 530-20 π.Χ. Αγορά Αθηνών, Δ-Ε, κύλικα με κλήματα σε χάρακες και σύγχρονη ανάλογη καλλιέργεια). Έχουμε πληροφορίες φροντίδας της πολιτείας για την προστασία του αμπελουργού από εκμεταλλευτές εμπόρους. Σε νόμο π.χ. της Θάσου, του 5ου π.Χ. αι. (ΕΤΒΑ, Ε΄ Τριήμερο, Νάουσα, σ.124 κε.), απαγορεύεται η προπώληση του παραχθησόμενου γλεύκους ή οίνου ενός κτήματος πριν από την καρπόδεση (αρχές Ιουνίου), με σοβαρή ποινή για τον αγοραστή. Έτσι ο αμπελουργός είχε την δυνατότητα να εκτιμήσει ήδη πάνω στα φυτά του το πραγματικό μέγεθος και την αξία της προπωλούμενης παραγωγής και να μη πέσει θύμα άδικης συμφωνίας σε χαμηλή τιμή.
Εικ. 12
Ο τρύγος παριστάνεται συχνά επάνω στα αρχαία αγγεία είτε ως καθημερινή πράξη, όπως σε αμφορέα του 6ου π.Χ. αι. στο Λούβρο (εικ.13 αριστερά), όπου βαριά τσαμπιά ενός μεγάλου φυτού μαζεύονται από τους τρυγητές σε καλάθια, ή ως όμοια φανταστική δραστηριότητα των ακολούθων του θεού της αμπέλου Διονύσου (εικ.13 δεξιά), όπως σε άλλον αμφορέα της ίδιας εποχής στη Βοστόνη.
Εικ. 13
Η παραγωγή του γλεύκους γινόταν στους ληνούς, δηλαδή τα πατητήρια. Αυτά μπορούσαν να είναι πρόχειρα, συνήθως ξύλινα, όπως τα βλέπουμε πάλι επάνω σε αγγεία που παρουσιάζουν το θέμα με τις δύο παραλλαγές του, την καθημερινή ανθρώπινη (εικ.14Α, κρατήρας Φερράρας, 460 π.Χ.) και την φανταστική με τους σατύρους (εικ.14Β, αμφορέας Ζ. Αμάσιος, π. 530 π.Χ., Würzburg). Στη φανταστική παραλλαγή βλέπουμε και τον αυλητή, που ήταν όμως ένα πραγματικό στοιχείο της διαδικασίας της ληνοβασίας, κατά την οποία τραγουδούσαν τα επιλήνια μέλη. Όμως οι ληνοί μπορούσαν να είναι και μόνιμες εγκαταστάσεις, με πλατειά, επικλινή και υδατοστεγή επιφάνεια πάτησης και ένα πίθο χωμένο κατά το ένα τρίτο του στο έδαφος ως υπολήνιο, στον οποίο έρρεε το γλεύκος, από προχοή στην άκρη της επιφάνειας πάτησης (εικ.14Γ: κάτοψη και τομή ληνού, Δ, εικόνα αγρέπαυλης βόρεια των Φιλίππων, όψιμη αρχαιότητα).
Εικ. 14
Αντί των πίθων το υπολήνιο μπορούσε να είναι και βαθειά υδατοστεγής λεκάνη σκαμμένη στο έδαφος, όπως σε εγκαταστάσεις της Ρωμαιοκρατίας στην περιοχή των Πατρών και της Θεσσαλονίκης (εικ.15: πάνω ληνός Πλατανιού Πατραϊκής, κάτω ληνός και υπολήνιο στη Μαρώνεια), ή σε ένα ληνό αγροικίας στη Λητή (εικ.16). Οι λεκάνες αυτές ήταν εφοδιασμένες με κοιλότητα στον πυθμένα, για τη συγκέντρωση των βαρύτερων υλικών από τη σύνθλιψη. Για την παραγωγή του γλεύκους φαίνεται όμως ότι από τον 1ο π.Χ. αι. τουλάχιστον χρησιμοποιήθηκαν και πιεστήρια, τα οποία δεν διέφεραν ουσιαστικά από εκείνα που χρησιμοποιούσαν για το λάδι.
Εικ. 15
Εικ. 16
Από ένα τέτοιο μάλλον προέρχεται η λίθινη βάση πιεστηρίου στο Μουσείο της Βέροιας (εικ.17Α, βάση πιεστηρίου, Β, αναπαράσταση μηχανισμού), που μοιάζει εκπληκτικά με παραδοσιακό πιεστήριο σταφυλιών (εικ.17Γ-Ε, τσιπουριά Φαγιάς Ζακύνθου). Ένα γλυκύ βαθυκόκκινο κρασί που το θεωρούσαν ιδιαίτερα θρεπτικό και θεραπευτικό, ο πράμνειος ή πρόδρομος οίνος, έβγαινε από υπερωριμασμένα πάνω στο κλήμα σταφύλια που πριν από το πάτημα αφήνονταν σε σωρό να σταλάξουν το χυμό τους. Την πρόβλεψη γι’ αυτή την παραγωγή μαρτυρούν π.χ. πατητήρια από τον 6ο π.Χ. αιώνα κ.ε. στο Καστελόριζο (εικ.17Ζ), όπου, εκτός από το πατητήρι με το περιμετρικό κανάλι που διοχέτευε το γλεύκος στη δεξαμενή, υπάρχει δίπλα στο σύστημα αβαθής λεκάνη χωρίς διέξοδο για το υγρό.
Εικ. 17
Το γλεύκος μεταφερόταν μετά την πάτηση στον πιθεώνα για να μετατραπεί μέσα σε ειδικούς μεγάλους πίθους σε οίνο (εικ.18Α, αγροικία του 4ου π.Χ. αι. στην περιοχή Πλαταμώνα με πύργο στην αυλή και πιθεώνα ΒΑ, Β, πιθεών, 10 πίθοι + 16 λάκκοι). Για να κλείσουν οι πόροι των πίθων άλειφαν την επιφάνειά τους με ένα είδος πίσσας από ψημένη ρητίνη (εικ.18Γ, πίθος από την αγροικία στο Κομπολόι, ανατολικά του Ολύμπου, Δ, καπάκι με άνοιγμα για οινογεύστη, Ε, λοπάδα με 140 θραύσματα ρητίνης). Είδη οίνου παράγονταν πολλά, ο μέλας, ο ερυθρός, ο λευκός και ο κιρρός (υπόξανθος). Τα διάφορα είδη εκτός από το χρώμα χαρακτηρίζονταν, όπως και σήμερα και από την περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, την ποιότητα, την ηλικία, την επεξεργασία κλπ. Όλα πίνονταν συνήθως αναμεμιγμένα με νερό και από την συνήθεια αυτή προέκυψε η νεότερη λέξη κρασί, από το κράσις οίνου.
Εικ. 18
Το κρασί μεταφερόταν για τις ανάγκες των διαφόρων και το εμπόριο μέσα σε ειδικά αγγεία, τους οξυπυθμένους αμφορείς (εικ.19Α, νέος μεταφέρει οξυπυθμένους αμφορείς, κύλικα Αγοράς, περ. 500 π.Χ., Β, εμπόριο οίνου, αμφορέας Altenburg, 560-550 π.Χ., Γ, οξυπύθμενος εμπορικός αμφορέας τύπου Μένδης από την περιοχή του Ολύμπου, Δ, ενσφράγιστες λαβές ροδιακού αμφορέα 2ου μ.Χ. αι. με το όνομα του κατασκευαστή “ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ” και το επώνυμο ιερέα και τον μήνα “Ε[ΠΙ…] ΑΝΟΔΟΤΟΥ ΚΑΡΝΕΙΟΥ”).
Εικ. 19
Για την καλλιέργεια της γης οι αρχαίοι δαπανούσαν ασφαλώς πολύ περισσότερο κόπο από τον σημερινό αγρότη. Διαμόρφωναν την ανώμαλη και φτενή γη σε άνδηρα (πεζούλες) για τη συγκράτηση του χώματος, και έφτιαχναν ατέλειωτες ξερολιθιές στις πεζούλες και τα όρια των κτημάτων με τις πέτρες που απομάκρυναν από το κτήμα καθαρίζοντας την καλλιεργήσιμη γη του. Μερικές φορές, σε ιδιαίτερα πετρώδη εδάφη οι πέτρες αυτές περίσσευαν με αφθονία και μαζεύονταν σε σωρούς που μαρτυρούν για την απίστευτη ενέργεια που επιστρατευόταν για να κερδηθούν λίγα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Σωροί της Γριάς στην ορεινή Χίο (εικ.20Α, οι σωροί, Β-Γ, αγροικίες στην Εβριακή και στου “Καμπούρη το Γύρισμα”), κοντά σε αγροικίες της ύστερης κλασικής εποχής.
Η εξασφάλιση επάρκειας του απαραίτητου για την καλλιέργεια και την επιβίωση νερού ήταν επίσης βασικό μέλημα της πολιτείας, αλλά και του ιδιώτη αγρότη (εικ.20Δ, αγωγός υδραγωγείου Πηλίου-Δημητριάδος κατασκευασμένου από τον Δημήτριο Πολιορκητή, Ε, δεξαμενή στου “Καμπούρη το Γύρισμα” στη Χίο).
Εικ. 20
Ακόμη και μικρά ή μεγάλα έργα αποστράγγισης γίνονταν για να κερδηθεί καλλιεργήσιμη και κατοικήσιμη γη. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο έργο είναι η σήραγγα 1750 μ. με τα δεκαέξι φρέατα διάνοιξης (εικ.21, βάθους μέχρι και 60 μ.), που ανοίχθηκε στο βορειοανατολικό άκρο της Κωπαΐδας και είχε σκοπό, παράλληλα με τις φυσικές καταβόθρες εκεί – ή σε αντικατάσταση κάποιας που έφραξε –, να αποχετεύει το νερό όταν ανέβαινε πάνω από το επιθυμητό όριο στη λεκάνη. Το έργο, αν και έμεινε ημιτελές, είναι αξιοθαύμαστο, ιδιαίτερα αν έγινε κατά μία εκδοχή προς το τέλος της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Σχετικά με τη χρονολόγησή του πάντως πιθανότερη είναι η κατασκευή του από Μακεδόνες τεχνικούς γύρω στο 300 π.Χ. Η ερμηνεία αυτή βασίζεται σε επιγραφή που σώζει συμβόλαιο μεταξύ της πόλης Ερέτριας και ενός εργολάβου για την κατασκευή σήραγγας, με την οποία επρόκειτο να επιτευχθεί η αποξήρανση λίμνης (Πτεχαί, IG XII 9, 191).
Εικ. 21
Η εργασία στα χωράφια εκτός από τα παραπάνω απαιτούσε το ξεχορτάριασμα, τη λίπανση με κοπριά, και λιγότερο με ασβέστη και με στάχτη, το όργωμα, την άροσιν, που γινόταν συνήθως με βόδια, το σκάψιμο και τη σπορά. Σε αγγεία του 6ου π.Χ. αιώνα (εικ.22Α, άροση και σκάψιμο, κύλικα στο Λούβρο, Β, άροση και σπορά, κύλικα στο Βερολίνο, Γ, σύγχρονο παραδοσιακό όργωμα) βλέπουμε να απεικονίζονται οι ενέργειες αυτές, με τρόπο που δεν διέφερε από τον παραδοσιακό σημερινό. Για τις αγροτικές εργασίες χρησιμοποιούσαν επί πλέον ένα πλήθος εργαλείων από ξύλο και σίδερο, όπως η τσάπα, το δικέλλι, τα δρεπάνια κλπ., η μορφή των οποίων, όπως δείχνουν τα ευρήματα, επέζησε επίσης αναλλοίωτη μέχρι τις μέρες μας (εικ.22, από περιοχές της Βόρειας Ελλάδας: Δ, δικέλλι, Ε, ψαλίδι από τα Τρία Πλατάνια με όμοιο σημερινό εργαλείο, Ζ, αξίνες από τη Λητή, Η, κλαδευτήρι από το Κομπολόι με όμοιο σημερινό εργαλείο). Οι αρχαίοι εφάρμοζαν όπου χρειαζόταν την αγρανάπαυση και την κανονικότητα στα στάδια της καλλιέργειας, για τα οποία ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι) υπήρχαν αναλυτικοί γραπτοί κανόνες.
Εικ. 22
Γενικά η ζωή του γεωργού δεν ήταν εύκολη. Είχε να αντιμετωπίσει τα εν τηι γεωργίαι δεινά, όπως τα αποκαλεί ο Πλάτων (Λάχης, 195b), τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, τις φωτιές, την κακή γειτονία, τις ανθρώπινες αδικίες και τα ατυχήματα. Δυο σχετικές αναφορές από τις άπειρες στην αρχαία γραμματεία διαγράφουν τις σχέσεις των γειτόνων: Ένας γεωργός στον Αλκίφρονα (Ι, 24) απευθύνεται στο γείτονά του ως εξής. Σε παρακαλώ δάνεισέ μου είκοσι μεδίμνους σιτάρι για να μπορέσω να σώσω τη ζωή μου, και τη γυναίκα και τα παιδιά. Όταν ξανάρθει μια καλή σοδειά θα σου πληρώσουμε το ίδιο μέτρο ή και καλύτερο, αν η συγκομιδή μας είναι άφθονη. Μην επιτρέψεις να χαθούν καλοί γείτονες σε δύσκολους καιρούς. Μια αρχαία παροιμία (Πλουτ. Ηθ. απ. 66) δείχνει ποια μπορούσε να είναι η αντίδραση του πλούσιου γείτονα. Είναι εύκολο να πεις: “δάνεισέ μου βόδια κι’ ένα κάρο” – Είναι εύκολο να απαντήσεις: “έχω δουλειά και χρειάζομαι τα βόδια μου”. O Πλάτων στους Νόμους του (8.842e-846d, νόμοι γεωργικοί) αντιμετωπίζει χαρακτηριστικά ένα πλήθος προστριβών μεταξύ γεωργών για τα όρια των αγρών, για κάθε είδους πονηρία, για τα μελίσσια, για το απρόσεκτο άναμμα φωτιάς, για τη φύτευση κοντά στα όρια, για το νερό και το πότισμα, για τη διευθέτηση των ομβρίων και για καταστροφές. Για τα ατυχήματα, ένα επίγραμμα (Παλ. Ανθ. 7.172) που θρηνεί γεωργό, ο οποίος πέθανε από δάγκωμα φιδιού ενώ προστάτευε από τα πουλιά τα γεννήματά του, και μια αναφορά από τον Μένανδρο (Δύσκ. 46-51) σε γεωργό που τσάπισε το πόδι του σκάβοντας στον αμπελώνα του και αρρώστησε βαριά, δείχνουν τους κινδύνους που διέτρεχαν οι άνθρωποι αυτοί καθημερινά.
Συναφής γεωργική απασχόληση ήταν και η μελισσοκομία. Το μέλι εθεωρείτο προϊόν πολυτελείας για το φαγητό, το χρησιμοποιούσαν όμως και στη φαρμακευτική. Πολλές χρήσεις έβρισκε επίσης το κερί από τις μέλισσες. Τις μέλισσες εξέτρεφαν μέσα σε ξύλινες και τουλάχιστον από τον 4ο π.Χ. αιώνα σε ειδικού σχήματος πήλινες κυψέλες (εικ.23, κυψέλη από τους Τράχωνες της Αττικής – σύγχρονα μελίσσια στη Σίφνο), που δεν διέφεραν από τις χρησιμοποιούμενες μέχρι πρόσφατα σε αγροτικές περιοχές. Η πολιτεία ασκούσε έλεγχο στην παραγωγή του μελιού και οι μελισσοκόμοι πλήρωναν υψηλό φόρο. Ένας νόμος του Σόλωνα όριζε ότι η απόσταση μεταξύ των μελισσιών έπρεπε να είναι τουλάχιστο 300 πόδια για να αποφεύγονται φιλονικίες για την κυριότητα των μελισσών. Το καλύτερο μέλι εθεωρείτο το αττικό και ειδικά το μέλι του Υμηττού.
Εικ. 23